κακκάβη 2

κακκάβη 2
κακκάβη 2.
Grammatical information: f.
Meaning: `partridge' (Ath. 9, 390a)
Other forms: κακκαβίς f. (Alkm. 25)
Derivatives: κακκαβίζω `quack', of a partridge (Arist., Thphr.), of owls (Ar. Lys. 761; v. l. -βάζω; cf. κικκαβάζω); also κακκάζω (of hens) H.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Anat.
Etymology: For the ending cf. ὄτοβος, κόναβος, θόρυβος (Chantraine Formation 260); further onomatopoetic. From Greek Lat. cacabāre `quack'; compare Lat. cacillāre `id.', NHG. gackern, Dutch kakelen, Russ. kokotátь `quack' etc. Cf. Hitt. kakapan, Akkad. kakkabānu `partridge', Benveniste, Hitt. et indo-europ. 7; Szemerényi IF 73 (1968) 94; Cardona, Orbis 16 (1967) 161-164. Neumann, Heth. u. luw. Sprachgut 60 (from Lydian?).
Page in Frisk: 1,758

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κακκάβη — three legged pot fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακκάβῃ — κακκάβη three legged pot fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακκάβη — (I) κακκάβη, ἡ (Α) κακκάβι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως (πιθ. ακκαδ. kukkubu), την οποία από την ελλ. δανείστηκε με τη σειρά της η λατ. (πρβλ. λατ. cacabus «χύτρα»). ΠΑΡ. αρχ. κακκάδιον. ΣΥΝΘ. μσν.… …   Dictionary of Greek

  • κακκάβην — κακκάβη three legged pot fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακκάβης — κακκάβη three legged pot fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάκκαβος — Ακατοίκητος οικισμός του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αισωνίας. * * * κάκκαβος, ὁ (Α) κακκάβη (Ι)*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κακκάβη (Ι)*] …   Dictionary of Greek

  • κακκάβι — το (Μ κακκάβιον και κακκάβι Α κακκάβη και κακάβη, κάκκαβος και κάκαβος, ή, κακκάβιον και κακάβιον, τὸ) χάλκινο ή ορειχάλκινο μεγάλο σκεύος, καζάνι νεοελλ. 1. φρ. «πούλησα και το κακκάβι μου» τά πούλησα όλα, δεν μού απέμεινε τίποτε 2. παροιμ.… …   Dictionary of Greek

  • κακκάβιον — κακκάβιον, τὸ (AM) μσν. κακκάβι* αρχ. υποκορ. τού κακκάβη (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακκάβη (Ι) + υποκορ. κατάλ. ιον, πρβλ. καλάθ ιον, πόδ ιον] …   Dictionary of Greek

  • κακκάβα — κακκάβᾱ , κακκάβη three legged pot fem nom/voc/acc dual κακκάβᾱ , κακκάβη three legged pot fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • кокот — I кокот I. петух , др. русск., ст. слав. кокотъ ἀλέκτωρ, сербохорв. ко̏ко̑т, словен. kokȏt, чеш. kokot, kohout, слвц. kohut, польск. kogut, но kokotac, в. луж. kokotac. Звукоподражательное название. Ср. др. инд. kākas ворона , kākalas, kākōlas… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • CACCABE — olim Carthago sic dicta. Stephanus in Καρχηδών. Ε᾿καλε̑ιτο δὴ καὶ Κακκάβη. τούτῳ δὲ κατα την` οἰκείαν αὐτῶν λέξιν, τππου κεφαλὴ δηλοῦται. Hîc autem Graeci videntur, peregrinae linguae vocem ad suam accommodâsse, sed ita ut facili negotiô possit… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”